πορφύρων — πορφύ̱ρων , πορφύρω heaves pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CYTHERA — I. CYTHERA numerô plurali etiam, urbs Cypri Episcopalis sub Archiepiscopo Constantiae, in Ora Boreali, vulgo Cithira, nunc pagus. Ferrar. II. CYTHERA olim oppid. nunc pagus Cypri, Conucha. III. CYTHERA orum, insula in ora Peloponnesi contra… … Hofmann J. Lexicon universale
πορφυρείο — το / πορφορεῑον, ΝΜΑ [πορφύρα] εργαστήριο κατεργασίας τής πορφύρας, βαφής πορφυρών υφασμάτων … Dictionary of Greek
πορφυρευτικός — ή, όν, ΝΜΑ το θηλ. ως ουσ. η πορφυρευτική η τέχνη κατεργασίας τής πορφύρας, βαφής πορφυρών υφασμάτων αρχ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε εκείνον που μαζεύει ή που κατεργάζεται πορφύρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορφυρεύω πιθ. κατά το ἁλιευτικός] … Dictionary of Greek
πορφυρεύς — έως, ὁ, Α ο αλιέας πορφυρών, αυτός που μαζεύει κοχύλια πορφύρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + κατάλ. εύς (πρβλ. πομπ εύς)] … Dictionary of Greek
πορφυρικός — ή, όν, ΝΑ [πορφύρα] το θηλ. ως ουσ. ἡ πορφυρική το μονοπώλιο τής κατεργασίας τής πορφύρας, τής βαφής πορφυρών υφασμάτων («ἡ κατὰ Λυκίαν πορφυρική», Πάπ.) … Dictionary of Greek
πορφυροβάφος — ὁ, Α τεχνίτης τής βαφής πορφυρών υφασμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + βάφος (< βαφή < βάπτω), πρβλ. υδρο βάφος] … Dictionary of Greek
πορφυροβαπτική — ἡ, Μ [πορφυρόβαπτος] η τέχνη τής βαφής πορφυρών υφασμάτων … Dictionary of Greek
πορφυροβαφία — ἡ, Α [πορφυροβάφος] η βαφή πορφυρών ενδυμάτων … Dictionary of Greek
πορφυροβαφείον — τὸ, Α [πορφυροβάφος] εργαστήριο βαφής πορφυρών υφασμάτων … Dictionary of Greek